κατηφείας

κατηφείας
κατηφείᾱς , κατήφεια
dejection
fem acc pl
κατηφείᾱς , κατήφεια
dejection
fem gen sg (attic doric aeolic)
κατηφείᾱς , κατήφεια
dejection
fem acc pl (epic ionic)
κατηφείᾱς , κατήφεια
dejection
fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • Τασκοδρουγίτες — Χριστιανοί αιρετικοί που ονομάστηκαν έτσι, σύμφωνα με τον Επιφάνειο, «από του τιθέναι τον εαυτού δάκτυλον, τον λιχανόν, επί τον ψυκτήρα εν τω προσεύχεσθαι, κατηφείας χάριν». Η λέξη παράγεται από τις φρυγικές τασκός (= πάσσαλος) και δρούγος (=… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”